ιχθυολογία

ιχθυολογία
Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη μορφολογία, την ανατομία και τη φυσιολογία, τον βιολογικό κύκλο και τις συνήθειες των ψαριών. Τα πρώτα αξιόλογα γραπτά κείμενα στον τομέα της ι. έγραψαν τον 16o αι. οι Πιερ Μπελόν, Ιπόλιτο Σαλβιάνι και Γκιγιόμ Ροντελέ. Στα τέλη του 17ου αι. οι Άγγλοι Τζόν Ρέι και Φράνσις Γουίλομπι συνέβαλαν σημαντικά στην πρόοδο των ιχθυολογικών μελετών με τη Historia piscium (1686), στην οποία δίνεται μια λεπτομερής περιγραφή των ψαριών καθώς και η συστηματική τους διαίρεση σε κλάσεις και τάξεις. Θεμελιωτής της σύγχρονης ι. υπήρξε ο Σουηδός Πέτερ Αρτέντι, το έργο του οποίου εκδόθηκε το 1738, μετά τον θάνατό του. Σε αυτό οι ιχθείς διαιρούνται σε τέσσερις κατηγορίες: μαλακοπτερύγιοι, ακανθοπτερύγιοι, βραγχιοστεγείς και χονδροπτερύγιοι. Σπουδαίος ιχθυολόγος υπήρξε και ο Γάλλος Ζορζ Κιβιέ (19oς αι.), ο οποίος διαίρεσε τα ζώα αυτά σε ψάρια με σκελετό από κόκαλο και σε ψάρια με σκελετό από χόνδρο. Τα πρώτα με τη σειρά τους υποδιαιρέθηκαν σε ψάρια με βράγχια από λεπτά ελάσματα και σε ψάρια με βράγχια που μοιάζουν με δέσμες τριχών. Τα τελευταία χωρίστηκαν σε ψάρια με ελεύθερα βράγχια που φέρουν μόνο ένα βραγχιακό άνοιγμα σκεπασμένο με ένα κάλυμμα (βραγχιακό επίτευγμα) και σε ψάρια με σταθερά βράγχια και με περισσότερες από μία βραγχιακές σχισμές. Ο Ελβετός Λουί Αγκασί, αντίθετα, κατέταξε τους ιχθείς σε τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με τη δομή των λεπιών τους: πλακοειδείς, γανοειδείς, κτενοειδείς και κυκλοειδείς. Άλλοι μεγάλου κύρους ιχθυολόγοι του 19ου αι. υπήρξαν οι Γιόχαν Μίλερ, Άλμπερτ Γκίντερ και Τέοντορ Γκιλ. Μεταγενέστερα (20ός αι.) οι επιστήμονες Λέο Μπεργκ και Έντουιν Κολμπέρ κατέταξαν τα ψάρια που ζουν σήμερα σε τέσσερις και αργότερα σε τρεις κλάσεις. Βλ. λ. ψάρια.
* * *
ἡ [ιχθυολόγος]
κλάδος τής ζωολογίας που μελετά ειδικά τα ψάρια, τον τρόπο ζωής τους, την κατανομή τους, τα είδη τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιχθυολογία — η κλάδος της ζωολογίας που μελετά τα ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιχθυολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιχθυολογία («ιχθυολογικές έρευνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυογραφία — ἡ 1. περιγραφή τών ψαριών ενός τόπου («ιχθυογραφία τών Κυκλάδων») 2. ιχθυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + γραφία (< γραφος < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυολόγος — ὁ ο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την ιχθυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + λόγος (< λέγω), πρβλ. γεω λόγος, ζωο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… …   Dictionary of Greek

  • Ρέι, Τζον — (Ray, 1628 – 1705). Άγγλος φυσιοδίφης, ελληνιστής. Σε ηλικία 23 ετών είχε αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο ως καθηγητής των ελληνικών. Παράλληλα τον απασχολούσε η βοτανική και ζωολογία και, ειδικότερα, η oρνιθολογία και η ιχθυολογία. Ταξίδεψε στην …   Dictionary of Greek

  • ιχθυογραφία — η 1. περιγραφή των ψαριών κάποιου τόπου: Ιχθυογραφία της Δωδεκανήσου. 2. ιχθυολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”